-
1 μηδαμός
A not even one, i.e. not any one, no one, only in pl. μηδαμοί, none, Hdt.1.143, 144, 2.91, etc.: for neut. pl. v. μηδαμά.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηδαμός
-
2 ἁμοῦ
A somewhere, ἁμοῦ γέ που somewhere or other (Bekk. for ἄλλου γέ που), Lys.24.20; ἄλλοθι μηδὲ ἁμοῦ no- where else at all, IG2.11.
См. также в других словарях:
αμός — (I) ἁμὸς και ἀμός, ή, όν και αιολ. ἄμμος, η, ον αντί τού ἡμέτερος και συχνά αντί τού ἐμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βραχύτερος τ. αντί ημέτερος (πρβλ. ὑμὸς αντί ὑμέτερος, σφὸς αντί σφέτερος). Στον Όμηρο αντί τού ἁμὸς χρησιμοποιείται συχνότερα η πληρέστερη μορφή… … Dictionary of Greek
μηδαμός — μηδαμός, ή, όν (Α) (ιων. τ. μόνο στον πληθ.) ούτε ένας, κανένας («ἐβουλεύσαντο δὲ αὐτοῡ μεταδοῡναι μηδαμοῑσι ἄλλοισι Ἰώνων», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <μηδέ + ἁμός, δωρ. τ. τού ἐμός (πρβλ. ουδαμός)] … Dictionary of Greek